
Αφιερωμένο στην μνήμη του φίλου μου του Φάνη του Λούβρου
Αφού ζήσεις κάποια χρόνια κι ο κόσμος μπροστά σου αδειάζει, αδειάζει και φτάνεις στην πρώτη γραμμή του αιώνιου αποχαιρετισμού (ζωντανός εσύ κι ο άλλος ξάπλα μπροστά την Ωραία Πύλη)νοιώθεις την ανάγκη να συγκρατήσεις ότι μπορείς ζωντανό απ΄ την ζωή που μοιράστηκες μαζύ του.
Φυσικά δεν μπορείς να πιάσεις σκοινί κορδόνι να αποχαιρετάς τον καθένα που φεύγει λες και είσαι παπάς σε απομονωμένο χωριό και είσαι υποχρεωμένος να τους διαβάζεις όλους. Έτσι αυτούς που μαζύ τους είχες κάτι το ιδιαίτερο να πεις και η παρουσία τους συνεχίζεται και μετά θάνατον αναγκάζεσαι να τους αποχαιρετίσεις ιδιαιτέρως με την παρουσία (κατ΄αναλογία) τουλάχιστον Δεσπότη που στην προκειμένη περίπτωση το ρόλο αυτό τον παίξουν οι αναμνήσεις σου και κάποιες από τις σκόρπιες στιγμές που τις ζήσατε μαζύ.
Φυσικά δεν είναι ώρα αυτή για κλάματα. Είναι ώρα να θυμάσαι ωραίες στιγμές που έζησες με τον φευγάτο απ΄ τη ζωή.
Τα αδέρφια μου και εγώ πήγαμε παιδάκια στην Νεάπολη. Ο κήπος απ΄το σπιτάκι μας έβλεπε στον κήπο απ΄ το σπιτάκι του Μπάρμπα Γιώργη του Λούβρου που οι δικοί μου τον έλεγαν συμπέθερο και ο οποίος είχε δύο παιδιά πολύ μεγαλύτερα από μας που συνήθιζαν να κάθονταν πάνω στο σοφά του πηγαδιού της αυλής τους και να κουβεντιάζουν φωναχτά. Παιδάκι εμένα με εντυπωσίαζε αυτό το γεγονός και καθόμουνα και κοίταζα λες κι ήταν αξιοθέατο μια και εμείς ακόμα δεν είχαμε φκιάξει πηγάδι στην αυλή μας.
Μετά από λίγα χρόνια χάθηκε απ΄ την γειτονιά μας ο συμπέθερος και η οικογένεια του «πήγε στην πόλη» είπαν οι γείτονες. Έχασα πλέον αυτό το θέαμα και καμιά φορά ανεβαίνοντας στην αμυγδαλιά του κήπου κοίταζα αν υπήρχε ακόμη ο σοφάς του πηγαδιού και έφκιαχνα με το μυαλό μου τον Πέτρο και τον Φάνη τον Λούβρο να κάθονται να συζητούν φωναχτά.
Μεγαλώσαμε, πήγαμε σχολείο, κοντεύαμε να τελειώσουμε και το Πανεπιστήμιο όταν μια μέρα η μάνα μου με φώναξε « έλα να δεις τον Φάνη που παντρεύτηκε την ανιψιά της Νίτσας του Μεταλληνού. Είναι Δικαστής λένε». Δεν πρόλαβα να τον δω, να δω πως είναι οι δικαστές και είχε χαθεί μέσα στο σκοτάδι.
Πέρασαν τα χρόνια . Δικηγόρος εγώ. Εφέτης και Πρόεδρος Εφετών ο Φάνης. Τακτικότατος τα καλοκαίρια στην Λευκάδα. Συχνότατη παρέα με όλα τα σχετικά της και μακριά από τα καθήκοντα ο Φάνης ξεδίναμε μακριά από την γελοιότητα του σοβαρού με τις ωραίες παρέες στο περίπτερο του Κοκόλια στην Πλατεία και στο μαγαζί του Κώστα του Ζαχαρένια στην Κάτω Βρύση. Ξεκινούσε η πλάκα στις δέκα το βράδυ και τελείωνε μετά της μια. Εκεί όλα τα προφαντικά της πόλης. Ζαχαρένιας, Τσολολιός, Ληστής, Σφυρής, Καπέλος, Γιάννης Λάζαρης, Άλογος, Μάκης Κοκόλιας, Κοπρίτας. Γίνονταν της πουτάνας από αναλύσεις ποδοσφαιροπολιτικές μέχρι και ελαφρό ανδρικό κουτσομπολιό αναμεμειγμένο με πλάκες του παρελθόντος. Κι ο Φάνης μεταξύ των πρώτων. Το χαιρόντανε και μου έλεγε « να γιαυτό θέλω να ζήσω και να πεθάνω στην Λευκάδα ,για να γελάω και στον τάφο μου».
Καμιά φορά τα μεσημέρια το καλοκαίρι καθόμαστε στο καφενείο και πίναμε κανένα καφέ ή καμιά λεμονάδα.
Μια τέτοια μέρα αρχές Ιουλίου που είχαν γουρμάσει οι βρακατσάνοι καθόμαστε στο καφενείο κάτω από γραφείο μου στην αγορά μαζύ και με την δασκάλα του (έτσι ονόμαζα την Ρένα ). Όλα ήρεμα και οι συζητήσεις οι συνήθεις ,για τον καιρό, πού κάνεις το καλύτερο μπάνιο, τι ωραία είναι αυτή που περνάει, δεν της πάει αυτό που φοράει , είναι σα σουρλουλού, πώς θα πάει εφέτο η κίνηση, κουνιώνται οι βάρκες κι άλλα τέτοια. Ξαφνικά εμφανίζεται να έρχεται ο Πάνος ο Κρητικός απ΄ το Καλαμίτσι. Γνωστότατος πλακατζής, ωραίος άνθρωπος, με αίσθηση του αστείου και του εφήμερου. Γνώριζα πως ήταν αδελφός του πατέρα της Ρένας.
-Ρένα έρχεται ο μπάρμπας σου ο Πάνος
Η Ρένα γέλασε και ο Φάνης μου είπε «τώρα θα δεις τι έχει να μας φκιάξει»
-Μπάρμπα κάτσε να σε τρατάρουμε λέει η Ρένα του Πάνου
-Να κάτσω ορή ανηψά δασκάλα, λέει ο Πάνος, μα δε σε βλέπω καλά ή μου φαίνεσται
-Τι βλέπεις μπάρμπα και δεν είμαι καλά.
Την λοξοκοιτάζει την ξανακοιτάζει και της λέει
-άει να κάτσω να με κεράσ΄ η ανηψά μ΄ η δασκάλα π΄ τα παίρνει κι από θερίδα νια γκαζόζα να δροσιστώ.
Χαμόγελο η δασκάλα ως τα αυτιά για την τιμή.
Ακολούθησε χρόνος σιωπής κι αμηχανίας οπότε το ζαγάρι(εγώ) πετάγομαι και λέω
-Ε μπάρμπα Πάνο γορμάσανε οι βρακατάνοι στο Καλαμίτσι π΄ φυσάει και Μαΐστρος γιατί στην Εξάθεια ακόμα.
Με λοξοκοίταξε σα να έλεγε «τι χαλεύει ετούτος εδώ και με πειράζει» και μου απαντάει
-Άκου ορέ το Καλαμίτσ΄ είναι παραθαλάσσιο και το φ΄σάει ο Μαΐστρος, άσε πόχ΄με και τουρίστριες στο Κάθ΄σμα και τ΄ς κατ΄ράνε.
-Να σ΄ πω μπάρμπα Πάνο ήφερες τ΄ς δασκάλας κάνα βρακατσάνο π΄ δε βρίσκ΄με στ΄ Χώρα;
-Και που να τ΄ς βάλλω!
-Βάλ΄τσους σε ένα καλαθέλο.
– Δεν έχ΄με, πάνε οι καλαθέλοι.
-Βάλ΄τσους σε νια τσάντα νάϋλον.
Με κοίταξε όλο τσαχπινιά και μου απάντησε με εκείνη την παμπόνηρη διπλωματικότητα του χωριάτη με σκοπό να αποφύγει να μαζέψει και να στείλει βρακατσάνους
-Να τς βάλλω καψερέ , αλλά σκιάομαι μη ζουπ΄στούνε.
Ξέραμε ότι δεν είχε πρόβλημα με τους βρακατσάνους. Ίσα-ίσα. Οι μπουρμπούλοι θα τους τρώγανε. Το αφάνταστα δύσκολο ήταν να τους μαζέψει και να βρει άνθρωπο να τους στείλει κι αυτό κοίταξε να αποφύγει.
Έγινε όπως καταλαβαίνετε το σώσε. Έπεσε γέλιο ατέλειωτο. Τώρα που πλέον μου λείπει ο Φάνης για πάντα έχω στα μάτια μου εκείνο το γέλιο του και την απόλαυσή του με αυτό το περιστατικό.
Εδώ κλείνω. Δεν σας είπα πως μου είχε πει πως «να γιαυτό θέλω να ζήσω και να πεθάνω στην Λευκάδα, για να γελάω και στον τάφο μου»
Ας είναι αναπαυμένοι και οι δυό και ο Φάνης και ο μπάρμπα Πάνος ο Κρητικός.
* βρακατσάνους ονομάζουμε τα πρώτα σύκα από τις δίφορες συκιές και τις συκιές αυτές τις ονομάζουμε βρακατσανιές. Τα δεύτερα σύκα (του Αυγούστου) τα ονομάζουμε βρακατσανόσυκα.
Ηλίας Τσάκαλος
The post Οι Βρακατσάνοι* του Φάνη appeared first on My Lefkada.