Γράφει ο Ηλίας Τσάκαλος.
Τά χουμε ξαναπεί για τον μπάρμπα Μηνά τον Κουρατζάνη απ΄την Εξάνθεια. Λοιπόν βρέθηκε μια φορά σε μεγάλο πρόβλημα. Ένας από τους καμαρωμένους του (έτσι λένε οι Ξαθείτες τα αρσενικά τους παιδιά λίγο κοροϊδευτικά, λίγο με καλυμμένη περιφάνεια που κάμανε αρσενικό να τους κάνει τ΄ αυγό) είχε μπλέξει σε κάτι ιστορίες από εκείνες που ξεμπλέκουνε τα δικαστήρια και για να βγεις λαπάντες χρειάζεσαι κώλο κι άλλο κώλο και κομμάτι απ΄ άλλο κώλο , που θα πει μεγάλο μέσο κι άνθρώπους ψηλά , πολύ ψηλά εκεί που δεν φτάνει το μάτι σου και το μάτι του αντίδικού σου. Αυτό ερμηνεύεται πως έπρεπε να έχεις δόντι στο κόμμα που κυβερνάει και διατάξει το κάθε δικαστή «θα κάμεις αυτό» κι αυτός για να μην πάει στην άλλη άκρη του κόσμου ή για να μην χαθεί μέσα στο χαρτομάνι των βαθμολογητών και των βαθμολογήσεων των επιθεωρητών, κάθεται ήσυχα-ήσυχα και λέει «αυτό το είδα και εγώ αναγνώσας την σχετικήν δικογραφίαν. Του κατηγορουμένου οι ισχυρισμοί είναι τοιαύτης μορφής και αξίας ώστε ασφαλώς οδηγούν εις την μεταβολήν της κατηγορίας εις απλήν σωματική βλάβην» κι ας τον πυροβόλησε στα ίσα και στο κεφάλι , κι ας έπεσε νεκρός-νεκρός έπεσε εκ φόβου εκ συγκοπής καρδίας. Αυτά γίνονται και άλλα πολλά αν είχες δόντι και μπάρμπα στην κορώνη.
Λοιπόν ο μπάρμπα Μηνάς είχε μπλέξει λόγω του γυιού του σε μια τέτοια ιστορία.
Είχε λάβει επιστολή από τον τότε βουλευτή των Βασιλοφρόνων που του παράγγελνε να υπάγει για την υπεράσπιση του γυιού του στο δικηγόρο Τάδε επώνυμο δικηγόρο των βασιλοφρόνων που στο γραφείο του υπήρχαν ανηρτημένες φωτογραφίες απάσης της βασιλικής οικογενείας μετά των τέκνων, του βασιλέως Γεωργίου και του Διαδόχου με στολήν εκστρατείας και ο οποίος ήτο γνωστός στους κύκλους των σαλονιών ως ένας υπερόπτης, κερασφόρος, ημιμορφωμένος μασωνάκος που είχε υπογείους σχέσεις μετά των δικαστών λόγω της ομορφούλας και τρυφεράς συζύγου του που την τριγύριζαν οι Δικαστές για ευνόητους λόγους και της τραγουδούσαν την ανθισμένη αμυγδαλιά.
Τέλος πάντων όλα αυτά ήταν άγνωστα στον μπάρμπα Μηνά και φυσικά δεν τον ενδιέφεραν μια και εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να βγει αθώα περιστερά ο καμαρωμένος του.
Κατέβηκε στην Πόλη μια μέρα που ήταν χαρά Θεού. Έπιασε το παζάρι και κατέβαινε κατά την πλατεία. Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά του ο Γιατρός ο Πανάγος.
-Γιατρέ μου !!! Αναφωνεί χαρούμενος σαν είδε τον άνθρωπο που ήταν το κριάρι για την λευτεριά του κοσμάκη απ΄ την ανάγκη, τον πόνο και την εκμετάλλευση.
Ο Πανάγος κοντοστάθηκε σήκωσε το Μπαστούνι του και άγρια του είπε
– Γιατρέ μου ωρέ. Γιατρέ μου. Και πήγες και ψήφισες τους κερατάδες.
-Μη Γιατρέ μου πρώτη βολά σε γέλασα, δεν σε έχω ματαγελάσει.
-Δε μ΄έχεις ματαγελάσει ωρέ ε; Και δε με ψήφισες; είπε και σήκωσε το μπαστούνι του. Να σου δώσω μια κερατά να δεις, συμπλήρωσε.
-Μη το κάμεις γιατρέ μου αυτό. Μη το κάμεις του καψερού. Αφού ξέρεις πως σε έχω στα κονίσματά μου.
-Μ΄ έχεις στα κονίσματά σου, αλλά με γέλασες κερατά.
-Μη Γιατρέ μ΄ μη . Μπόρα ήτανε κι έπιασα τις λότζες!!!! Είπε κι έτρεξε να φύγει να πάει στο Δικηγόρο των βασιλοφρόνων.
Πήγε στον δικηγόρο έκαμε ότι ήτανε να κάμει. Άδειασε τις τσέπες του με ότι λεφτά είχανε στην κασέλα διαλεμένα πεντάρα-πεντάρα για χρεία-ανάγκη, άφησε με προσοχή το καλάθι που είχε μέσα τυρί, αυγά, ένα κοκοτό μαδημένο, ένα μποτιλιόνι κρασί πατρινό, ένα μποτιλιόνι κρασί λαόρκο, ποκιμέζι, σταφίδες, κουλούρια, δυό μαγερεψές φακή και χαμογελώντας έφυγε με τα τελευταία λόγια του δικηγόρου « Ημείς είμεθα κυβέρνηση . Είναι μια απλή υπόθεσις την οποία θα ρυθμίσωμεν κατά το συμφέρον σας. Θα σας ειδοποιήσω σχετικώς κύριε Βλάχο δια του Δημάρχου του Δήμου Εξανθείας».
Πήγε στον καφενέ στην κάτω Βρύση ο Μπάρμπα Μηνάς ζαλισμένος κι έκατσε. Απέναντί του κάθονταν ένας που απ΄ τις καπνισμένες, κατακκόκινες, τσιγκελωτές μουστάκες, την γρυπή μύτη, το κατεβατό πρόσωπο, τον μαύρο σουρτούκο και την πλεχτή μάλλινη φανέλα που χώριζε ως απάνω στο λαιμό του, κατάλαβε αμέσως πως ήταν βλάχος από «απέκια».
Ήταν πολύ σκουτουριασμένος απ΄ τα λεφτά που κένωσε με μία στον κατεργάρη τον δικηγόρο, απ΄τις αηδίες ελληνικούρες ανακατεμένες με την δικηγορίστικη αργκό που άκουσε και από το συναπάντεμα που έγινε με τον Γιατρό τον Πανάγο.
Παράγγειλε ένα τσάϊ «και να του βάλεις ωρέ και ένα τρίμα κονιάκ μέσα» και κοίταγε στα χαμένα τον κόσμο που τριγύρναγε στην Κάτω Βρύση.
Κι ενώ ήταν στον κόσμο του τον ρωτάει ο βλάχος απ΄το απέναντι τραπεζάκι.
- Κ΄μπάρε τι ήθιλις να πεις μ΄ εκειό που είπες με τς λότζες;
Ο Μηνάς φκιασμένος καλά απ΄ ότι είχε συμβεί του απάντησε.
- Ακ΄ να κούσεις σ΄μπέθερε οι λότζες είν΄άλλο και κειό πού ΄πα είν΄ άλλο.
- Ο βλάχος άναψε μια τσιγάρα και ματαρώτησε
- Τι ίθιλις να πεις κ΄μπάρε με τς λότζες;
Βλέποντας ότι ο βλάχος δεν καταλάβαινε πως δεν κατάλαβε και ούτε μπορούσε να καταλάβει τον ρώτησε
- Ξέρεις τι ΄ναι οι λότζες;
- Ξιέρου!
- Ξέρεις τι τς θέλουμε τς λότζες;
- Ξιέρου . για να μην βρέιχουνται τα πιδιά τ΄ σκουλειού άιμα πει να βρεϊξει η Θέους.
- Μπράβο Κ΄μπάρε. Είσαι τσακάλι. Τι κατάλαβες ότ΄ είπα;
- Είπις ότ΄ ουόταν ιέχει παλιόκαιρου πιάνεις τς λότζες για να μη βρέχισι.
- Μπράβο κ΄μπάρε πιέ τον καφέ σ΄ τώρα και κάτσε εσύ στ΄ Λευκάδα κι εγώ θα φύγω να πάω στο διάολο και πέρα απ΄ το διάολο μια και τ΄ λόου σου θα κάτσεις εδώ και θα ξέρεις για τς λότζες.
Υγ1. Α ρε Ξαθείτη με το μυαλό σου που κοροϊδεύει και το σώμα που φοράς ακόμα.
Υγ2. Κομμάτι από το παραπάνω είναι αλήθεια και κι όλο το άλλο είναι κατασκεύασμα του μυαλού μου που κρατάει απ΄ το χωριό του λεβέντη του Μπάρμπα Μηνά.
The post Ο μπάρμπα Μηνάς και οι λότζες appeared first on My Lefkada.