Κοίταζε με στυλωμένα τα μάτια, ανάμεσα στα άπλυτα ανάκατα μαλλιά του που έπεφταν και του σκέπαζαν όλο το πρόσωπο, ψηλά την έδρα που στέκονταν κέρινος πίσω απ΄ τα μυωπικά γυαλιά του ο νεανίας μικροαστικής καταγωγής δικαστής.
Ο ανθρωπάκος ήταν ίσαμε εξήντα πέντε χρόνων, τσακισμένος απ΄ το χρόνο, με πρόσωπο σκαμμένο απ΄ τα βάσανα της ζωής και κι απ΄ την κακοτυχιά του να μην αντιλαμβάνεται ότι το δίκιο του το είχε χαμένο απ΄ την στιγμή που πάταγε το πόδι του σε τέτοιες πόρτες.
-Κύριε πρόεδρε, είπε, δεν καταλαβαίνω τι ρωτάς. Μπορείς να μου πεις να καταλάβω , βοσκός είμαι, τόλμησε να πει.
Βλοσυρός του έριξε μια ματιά γεμάτη μίσος, όχι γιατί πίστευε πως ο κατηγορούμενος ανθρωπάκος δεν καταλάβαινε, αλλά γιατί δεν ήθελε να καταλάβει αυτά που του είπε.
-Κατηγορούμενε μήπως η έδρα δεν ομιλεί Ελληνικά; Ερώτησε επισήμως.
-Καταλαβαίνω τι λες κυρ πρόεδρε, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλεις να μου πεις για να μπορέσω να απαντήσω, αμήχανα τόλμησε να πει το λιοκαμένο ανθρωπάκι.
Αμέσως ο σαραντάρας νεανίας, που μπορούσε να μάθει, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να δει τον κόσμο, απεφάνθη «Ένοχος. Σαρανταήμερος φυλάκισις» και ο βοσκός μουρμούρισε απίκου «χέστηκε η φοράδα στ΄ αλώνι γυαλάκια. Να δω τώρα ποιος θα αρμέξει τα γίδια».
ΥΓ. είναι ένα από τα «μισοπάκετα» . Μικρά γραπτά, σύντομα , όπως τα πακέτα των δέκα τσιγάρων που κυκλοφορούσαν στα χρόνια της απόλυτης φτώχιας.
Ηλίας Τσάκαλος
The post Ποιος θα αρμέξει τα γίδια; appeared first on My Lefkada.