Ο δρόμος άρχιζε εκεί που τελείωναν τα τελευταία χαμηλά σπιτάκια που στέγαζαν κοσμάκη κυνηγημένο απ΄ τα μέρη της Ανατολής. Δεν ήταν πλατύς. Δεν ήταν στενός. Ήταν αυτός που έπρεπε για τις ανάγκες των τροχοφόρων εκείνης της εποχής. Δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν οι δεντροστοιχίες των μάηδων που τον παράστεκαν λες κι ήθελαν να σιγουρέψουν το πλάτος του, να τον διακρίνουν απ΄ τις παρακείμενες τεράστιες σούδες και να τον προστατεύσουν απ΄ την ανθρώπινη βουλιμική αμορφωσιά του κέρδους που έφερνε η επερχόμενη επέκταση της πόλεως.
Ο δρόμος όδευε προς την εξοχή, περνούσε βιαστικά τον ελαιώνα και έφτανε μέχρι τους πρόποδες του λόφου που στις πλάτες του κρατούσε το σκαρφαλωμένο στον βράχο προάστιο των εργατών της πόλης.
Τις νύχτες του πρώτου μήνα του καλοκαιριού την σκοτεινή πορεία του την συντρόφευαν το παρελθόν των ερώτων του Μάη, οι μυρουδιές των δεντροστοιχιών και τα αναβοσβησίματα των πυγολαμπίδων.
Στο δρόμο αυτό γνώρισα τις πυγολαμπίδες και θαύμασα την μυρουδιά των μάηδων χωρίς να βλέπω τα άνθη τους. Εκεί που μόνο η όσφρηση με οδηγούσε σε συμπεράσματα κι αυτή μου έδινε την αντίληψη της ομορφιάς του κόσμου και την συντομία της ύπαρξής μας σαν οργανωμένη ύλη αυτού του σύμπαντος κόσμου.
Τον δρόμο την ημέρα τον βάδιζες με βήμα περιπάτου ανάμεσα στα ποδήλατα, τους αργόσχολους της πόλης και τις νεαρές στρουμπουλές κυρίες που έβγαζαν τους κανακάρηδες τους βόλτα στην εξοχή.
Τα εξοχικά καφενεία με την βανίλια, το νεραντζάκι και την σουμάδα που στέκονταν δεξιά σε χαιρετούσαν καλόκαρδα χαμογελώντας την ημέρα. Σαν η νύχτα άπλωνε τα πέπλα της και την απόλυτη σιγαλιά της οι πυγολαμπίδες έκαναν δική τους την διαγραφόμενη σκιά των λιόδεντρων και τις μυρουδιές του αγιοκλήματος των φραγμένων κήπων.
Μοναχικοί περιπατητές, σπάνιοι, όδευαν βήχοντας καθυστερημένοι για τα σπίτια τους στο ξαπλωμένο στο λόφο χωριό. Κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα κούτας και κουβέντιαζαν τα βάσανα τους . τις αγκούσες τους , τα χρήματα που δεν έλαβαν απ΄ το αφεντικό και μακάριζαν που είχαν εξασφαλίσει ένα μεροκάματο των πενήντα δραχμών την αυριανή μέρα. Προχωρούσαν στην νύχτα ανυποψίαστοι, στην απόλυτη αθωότητα, μη λογαριάζοντας την αναστάτωση που προκαλούσαν στις πυγολαμπίδες, στο άρωμα των δενδροστοιχιών και στους παρελθόντες έρωτες του Μαΐου.
Τον Σπύρο τον γνώρισα σε ένα συνηθισμένο καυγά της υπεροψίας της νεανικής ηλικίας μας μετά από άγριο κράξιμο που κάναμε εμείς τα παιδιά της πόλης στα ολόφτωχα χωριατόπουλα του προαστίου. «Χωριάτες» τους ανεβάζαμε «χωριάτες» τους κατεβάζαμε χωρίς να ξέρουμε το ακριβές νόημα των λέξεων. Το βρήκαμε έτσι καθώς οι τελευταίοι της «πόλεως», ευρωπαίοι βλέπεις, μας το παρέδωσαν έτσι και θα το παραδώσουμε έτσι , «Χωριάτης».
Πιαστήκαμε, δαρθήκαμε, ματοκυλιστήκαμε, γίναμε φίλοι. Είχαμε και οι δύο το ψώνιο να σπουδάσουμε παρόλον ότι γνωρίζαμε πως δεν το επέτρεπε η οικονομική μας κατάσταση. Αλλά ελπίζαμε, λέγαμε πως θα το παλέψουμε, θα δουλέψουμε και θα τα καταφέρουμε. Και τα καταφέραμε. Εξ άλλου στις σχολές των προτιμήσεών μας δεν υπήρχαν παρακολουθήσεις και μπορούσαμε να δουλεύουμε ,πράγμα που κάναμε.
Και τώρα που τα καταφέραμε….Χέστηκε η φοράδα στο αλώνι.
Ο Σπύρος εδώ και χρόνια νεκρός (νεκρός κι όσο ζούσε για χρόνια) ξαπλωμένος για πάντα στο κοιμητήριο του χωριού του χωρίς να προλάβει να απολαύσει τον κόπο του και τις στερήσεις του.
Πήγα στην κηδεία του. Ξάπλα στο φτωχικό φέρετρό του ξεκουράζονταν επιτέλους. Συνοφρυωμένος και απών απ΄ την ζωή. Κείτονταν ενώπιον του αιώνιου Θεού και των εφήμερων ανθρώπων απών, νεκρός. Κι εγώ μπροστά του τον κοιτούσα, δεν άνοιξα το στόμα μου να πω δυό λόγια για τον Φίλο μου τον Σπύρο τον βασανισμένο που κατάφερε να ξεπεράσει την μοίρα του, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την τύχη του και να χαρεί για λίγο τα βάσανά του.
Τα λόγια , αυτά τα λίγα λόγια κάποιου που επιχείρησε να πει δυό λόγια, κακοποιούσαν την γεύση της νιότης μας και κροτάλιζαν άγαρμπα ανάμεσα σε κοινοτυπίες και ανούσια περιστατικά της ζωής του.
Σκέφτηκα να μιλήσω πάνω στο φέρετρό του για τις ευαισθησίες μας, για τους έρωτες μας, για τον αγώνα μας και για τις πυγολαμπίδες που μας συντρόφευαν σαν κουβεντιάζαμε τις νύχτες….. ( δεν ήθελα όμως κανένας να μάθει πως τον πόνο δεν αξίζει σαν τον μοιράζεσαι με τον πρώτο τυχόντα και πρέπει να τον κρατάς σφιχτά στην ψυχή σου ως να ξεχειλίσει απ΄ χείλη του χρόνου και να γίνει σοφία και πείρα, κι έτσι έβγαλα τον σκασμό).
Λέγαμε πως θα γινόμαστε πουλιά, θα πηδούσαμε πάρα πολύ ψηλά εκεί που υπήρχε η ελευθερία μας από την ανάγκη και θα ζούσαμε περίπου την ζωή που βλέπαμε να ζουν οι καμαροπαπούτσηδες και οι γραβατοφορεμένοι της εποχής. « Εμείς δεν θα κορδωνόμαστε όμως, θα μείνουμε κοντά στους ανθρώπους που νοιώσαμε τον κόσμο και δουλέψαμε μαζύ τους» λέγαμε και πιάναμε την κουβέντα για λεπτομέρειες απ΄ τα διαβάσματά μας που δεν θα είχαν καμία αξία σαν πάρεις την πιστοποίηση από ένα Πανεπιστήμιο αυτού του άθλιου κράτους που ζούσαμε, δεν μπορούσε να καταλάβει τις αγωνίες μας και μας ονόμαζε ανατρεπτικά στοιχεία γιατί ζητούσαμε ιδανικά σε ένα κόσμο που μας περίμενε με ανοιχτές τις αγκαλιές για να μας κάνει δικά του όργανα υποταγής.
Καληνύχτα γι απόψε φίλε μου.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μέσα μου ολοχρονικίς αναβοσβήνουν οι πυγολαμπίδες που μας οδηγούσαν αρχή του καλοκαιριού ανάμεσα στις μυρουδιές των μάηδων στον δρόμο της μοίρας μας. Μου αρκεί που σε θυμίζουν όπως σε γνώριζα πάναγνο ονειροπόλο ενός κόσμου που δεν θα δούμε ποτέ.
Καληνύχτα.
Ηλίας Τσάκαλος
The post Ο δρόμος με τις πυγολαμπίδες appeared first on My Lefkada.